δαιδαλεύομαι

δαιδαλεύομαι
δαιδαλεύομαι (Α)
δαιδάλλω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δαιδαλεύεται — δαιδαλεύομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλεύτρια — δαιδαλεύτρια, η (Α) [δαιδαλεύομαι] γυναίκα έμπειρη, εξασκημένη στην εργασία …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλώ — δαιδαλῶ ( όω) (Α) [δαίδαλος] δαιδάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιδαλεύομαι (δαίδαλος) απαντά στη μτγν. Ελληνική (Φίλων, μηχανικός) αντί τού δαιδάλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”